Saturday, November 24, 2007

μακαρόνια νούμερο έξι


Αναζητώντας λόγους ύπαρξης, τρόπους ελιγμών και νέες δυνατότητες, είναι οι στιγμές που κοιτώ «προς τα μέσα», και ανασυντάσσομαι πίσω από κουρτίνες μακαρόνια.
Φτιαγμένες από πολύ λεπτές κλωστές, που νομίζεις ότι κρύβουν ιδιαίτερες πτυχές σου, αλλά έξυπνα μάτια βλέπουν κάτι πέρα από την εικόνα, την βασική μορφή που διακρίνεται πίσω από το υποτιθέμενο παραπέτασμα.
Έτσι λοιπόν είχα αποφασίσει από παιδί να κρύβομαι διακριτικά πίσω από κουρτίνες μακαρόνια, στις περισσότερες στιγμές της ζωής μου. Μερικοί κατάλαβαν το κόλπο.
Αυτοί που είναι φίλοι, μ’αφήνουν να νομίζω ότι κρύβομαι καλά. Ξέρουμε αμφότεροι ότι είναι μια βλακεία όλο αυτό, αλλά αφήνουμε να πλανάται στην ατμόσφαιρα πως τάχαμου τα καταφέρνω. Μερικές φορές, με βουτάνε και με τραβάνε έξω, αν δεν έχω αποφασίσει να βγω από μόνη μου.
Κάποιοι δεν βάζουν καν τα χέρια. Ποιά είσαι, τουλάχιστον να σε αγγίξω, να καταλάβω κάτι. Έ κάτι.
Μερικοί έρωτες κατάλαβαν, τι συμβαίνει πίσω από τις κουρτίνες μακαρόνια ή μπορεί και να κατάλαβαν και λάθος. Έφυγαν, έμειναν, έφυγα.

Συνάντησα έναν άνθρωπο μέσω επαγγελματικών συγκυριών, με ιδιαίτερη μόρφωση, ευφυέστατο. Αυτουνού οι κουρτίνες, σίγουρα είναι μακαρόνια νο.3 για παστίτσιο. Και έχει μοναδικό τρόπο να μπαινοβγαίνει σαν αίλουρος.
Λοιπόν, έλεγε πως οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουμε πως είμαστε έξυπνοι, ενώ είμαστε βλάκες και το παιχνίδι της ζωής, για τους περισσότερους είναι ένα κλείσιμο συμφωνιών, κατόπιν ανεπιτυχών διαπραγματεύσεων. Νομίζουμε ότι πήραμε το καλύτερο κομμάτι, δίνοντας το ελάχιστο από πλευράς μας, αλλά τελικά μπορεί να έχουμε δώσει ανεκτίμητης αξίας. Αυτό βέβαια το καταλαβαίνεις πολύ μετά και ρίχνεις μούντζες στη πάρτη σου, χωρίς νόημα πλέον.
Ναι, σίγουρα με επαγγελματικές ορολογίες αναπτύχθηκαν πολλά θέματα, αλλά εάν ο άνθρωπος ακόμη και μετά από πολυετείς σπουδές στο Χάρβαρντ παραμένει πεζοδρομιακός, μπορεί να καταλάβει ο καθένας τα λεγόμενα του. Και να τα δει σε περισσότερο βάθος για πολλές τις φάσεις της ζωής. Πιστέψτε με..

Μετά από αρκετές ώρες συζήτησης, σκέφτηκα πως λόγω ανασφάλειας οι περισσότεροι από εμάς, πεταγόμαστε συχνά έξω από τις κουρτίνες μακαρόνια, και ξεγυμνωνόμαστε εντελώς και μιλάμε, μιλάμε ακατάπαυστα, και λέμε «να, δείτε με» ενώ κάποιες φορές είναι το πιο ηλίθιο πράμα.
Πόσες φορές έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να μιλά σε στιγμές σιωπής ακόμη και με το ταίρι μας, επειδή φοβόμαστε αυτή τη σιωπή, λες και είναι τέρας που θα μας φάει. Και δεν περιμένουμε, κάτι, τον άλλον, τι μπορεί να θέλει να πει.


Αγαπώ τις κουρτίνες μακαρόνια. Διαφυλάσσω κάτι από το «αυτό που είμαι».


Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη πριν λίγες μέρες, μέσα σε ένα μαγαζί, με κουρτίνες μακαρόνια στα παράθυρα.

Sunday, November 18, 2007

le scaphandre et le papillon


Το σκάφανδρο και η πεταλούδα:
Ο Jean Dominique Bauby ανακαλεί τις γαστρονικές του μνήμες, προσπαθώντας να ονειρευτεί ότι γεύεται με τη παρέα μια γυναίκας σπάνια εδέσματα αντί των υγρών που τον τρέφουν μέσα από τα σωληνάκια... Η ταινία είναι η αληθινή ιστορία των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του J.D. Bauby, αρχισυντάκτη του γαλλικού Elle, όπου μια εγκεφαλική συμφόριση τον καθήλωσε απόλυτα παράλητο και άφωνο με μοναδική κίνηση αυτή του αριστερoύ του βλεφάρου. Σε σύνδρομο «εγκλεισμού», άγρυπνο κώμα.
Ένας άνθρωπος στο σκάφανδρο του, σε μια εικονική στολή δύτη. Σε θολά νερά. Με αυτή τη στολή βουτούσαν και οι σφουγγαράδες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, κλεισμένοι, απομονωμένοι, για όση ώρα χρειαζόταν να συλλέξουν σφουγγάρια.
Σε ένα σκάφανδρο κλεισμένοι οι προσωπικοί μας φόβοι, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Για όσο δεν ονειρευόμαστε και δεν προσπαθούμε. Για όσο δεν γινόμαστε πεταλούδες...
Μοναδική ταινία όπως και η αληθινή ιστορία που περιγράφει.
Με α π ί σ τ ε υ τ η φωτογραφία.
Κορυφαίες στιγμές, η εξομοίωση των συναισθημάτων του πρωταγωνιστή με τεράστια παγόβουνα που καταρέουν και η παράλληλη εναλλαγή τους με μοναδικές μεταμορφώσεις του Μάρλον Μπράντο, να περνάνε μπροστά από τα μάτια σου ως σναπ σότς.
“Βαρειά” ταινία, αλλά αξίζει.

Sunday, November 11, 2007

urban feeling


Στο σπίτι που μένω θυμάμαι που ερχόμουν μικρή με τη μητέρα μου για να παραλάβει το ενοίκιο από την οικογένεια που έμενε τότε. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό μου πως γίνεται να έχεις δικό σου ένα σπίτι και να αφήνεις άλλους να ζούνε σε αυτό για να σου δίνουν λεφτά.
Με έθλιβε η ιδέα πως στο δικό μας σπίτι υπήρχαν τα δικά τους έπιπλα, οι δικές τους μυρωδιές, οι δικές τους ζωές. Και το κυριότερο, ζήλευα κάτι μικροσκοπικά σκαλιστά καρεκλάκια που είχαν στο σαλόνι, που πάντα καθόμουν σε αυτά, και όταν φεύγαμε τα φανταζόμουν στο δωμάτιο μου. Με τα χρόνια κατάλαβα πως το να μένεις σε σπίτι που δεν σου ανήκει είναι κάτι φυσιολογικό, αλλά όταν ήμουν παιδί είχα αλλιώς στο μυαλό μου την έννοια της ιδιοκτησίας.

Μετά από είκοσι χρόνια πανηγύρισα την επική αποχώρηση των τελευταίων εκοινιαστών. Την ίδια μέρα με την τελετή λήξης των ολυμπιακών αγώνων, μετακόμισαν. Και΄γω κατοικοέδρευσα σιγά σιγά και ήσυχα χωρίς φανφάρες, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου.
Η μάνα μου λίγες μέρες πριν, με ρωτούσε πόσα χρώματα θα βάλω στους τοίχους του σπιτιού, ανακατεύοντας μανουριασμένη τον ελληνικό που έφτιαχνε στους μπογιατζήδες. Το ύφος της είναι πάντα επικριτικό σε οτιδήποτε δεν της αρέσει. Ποτέ δεν κράτησε τα προσχήματα. Της απάντησα ότι θα το κάνω ουράνιο τόξο. Θύμωσε. Άφησε με δύναμη το μπρίκι στον πάγκο της κουζίνας και με κοίταξε με το βλέμμα που κοιτάω και’γω, κάποιον που θέλω να πατήσω στο λαιμό.

Μετά ήρθα εδώ. Θυμάμαι που το έφτιαχνα μόνη μου, γιατί με τους δικούς μου είχα τσακωθεί. Μου είχαν μουτρώσει που έφυγα. Τώρα συνήθισαν και αγαπιόμαστε το ίδιο.
Συναρμολογούσα τραπέζια, καναπέδες, καρέκλες, κρέμαγα κουρτίνες, κολλούσα ταπετσαρίες στα συρτάρια. Τι γέλια είχα κάνει με τη πάρτη μου. Η αίσθηση όμως εκείνου του πρώτου πρωινού ήταν ανεπανάληπτη. Ξύπνησα, έφτιαξα έναν μεγάλο καφέ και κάθησα οκλαδόν στον καναπέ μου....

Τρία χρόνια μετά. Το πρωί έφτιαξα έναν μικρό γρήγορο καφέ. Περίμενα φίλους το μεσημέρι για φαγητό. Και σκεφτόμουν πως η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Και πως το σπίτι μου πρέπει να το ανοίγω συχνότερα για τους φίλους μου και για μένα. Μαγειρεύω καλά, η αλήθεια είναι αυτή. Όμως τη κουζίνα τη κάνω πεδίο μάχης και θα ήθελα να έχω κάποιον να μου τη μαζεύει μετά.


Το απόγευμα, βγήκα στο μπαλκόνι και έβγαλα τη φωτογραφία. Το κορίτσι της πόλης κοιτάζει τη πόλη. Ήλιος σε αστικό τοπίο. Σιγά το τοπίο δηλαδή, αλλά αυτός είναι ο ήλιος που βλέπω τα απογεύματα. Ένας ήλιος λαίμαργος που τρώει τις πολυκατοικίες ολόγυρα, με τα φούξια δόντια του. Και’γω μικροσκοπική, σαν τα καρεκλάκια που ονειρευόμουν μικρή, τον παρατηρώ καθισμένη στον καναπέ. Νομίζω πως κάποια συναισθήματα τα έχω ξεχάσει πως είναι. Και ονειρεύομαι με τα μάτια και τα αυτιά μου ανοιχτά. Και ονειρεύομαι το αστικό μου τοπίο να αλλάξει. Όχι ο ήλιος, το τοπίο μου. Το γκρίζο, "αστικό μου τοπίο"...


Saturday, November 10, 2007


Ξύπνησα. Βγαίνω για δευτερόλεπτα στο μπαλκόνι, το κρύο φτάνει σχεδόν τα μέσα μου, αναρριγώ. Επιτέλους χειμώνας.
Κοιτώ τους περαστικούς μέσα από το τζάμι, και τους παρατηρώ. Άραγε κρυώνουν περισσότερο από μένα, ρωτώ φωναχτά.
Για αυτές τις μέρες θέλω τη σόμπα μου. Είναι μια σόμπα που με ζεσταίνει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Φτιάχνω καφέ. Ευχαριστιέμαι που έξω βρέχει και εγώ είμαι στο σπίτι μου. Βάζω στο νετ RadioSwissClassic που τώρα παίζει από Beethoven ένα ωραίο allegretto «The Creatures of Prometheus». Κοιτάζω την αναμμένη σόμπα και χαμογελώ.. Τέλειο.

Το πρωινό μου ξύπνημα υπήρξε το τέλος μια μεταμεσονύκτιας προβολής. Παλαιότερα θυμόμουν περισσότερα όνειρα. Τώρα πλέον σπάνια.
Είδα ότι περπατούσα μέσα στην εικόνα ενός πίνακα. Ο πίνακας μου θύμισε τοπίο του Κλιμτ, σαν ένα παρόμοιο που είχα δει στη Neau Gallery. Και μετά μέσα στο όνειρο θυμήθηκα ότι θα μπορώ να δω και άλλους πίνακες του Κλιμτ που εκτείθονται στο Μέγαρο, αλλά δεν θα μπορώ να περπατήσω μέσα τους. Ήταν από τα όνειρα που δεν σε αφομοιώνουν πλήρως, που πάντα κάτι σε συνδέει με τη πραγματικότητα. Και μου τη δίνει αυτό. Ήξερα πως ονειρεύομαι.
Αυτό που θυμάμαι τελευταία εικόνα είναι ότι έκανα να αγγίξω το χορτάρι γύρω μου και η αίσθηση ήταν υγρή, σαν να έπιανα φρεσκοβαμμένο καμβά. Τα δάχτυλα μου λερώθηκαν από λαδοπράσινη μπογιά. Προσπάθησα να τα καθαρίσω πάνω στα ρούχα μου. Ξύπνησα.

Thursday, November 01, 2007

ένας μήνας πριν το χειμώνα

.................
- Τι εικόνα έχεις για τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι σε χώρο με άγνωστο κόσμο;
- Ότι δεν περνάω απαρατήρητη ακόμη και αν δεν βγάλω άχνα.
- Γιατί; Επειδή γνωρίζεις ότι είσαι όμορφη ε..;
- Όχι, απλά ξέρω ότι φαίνομαι.
- Μα δεν γίνεται.. κάποιο ατού έχεις.
- Δεν έχω.
- Έχεις.
- ......
Σταμάτησε να μιλά και με κοίταξε. Με το βλέμμα που προσπαθεί και δεν καταφέρνει τίποτα περισσότερο από κάτι που σχηματίζεται από δυό μάτια. Τίποτα που να θέλεις να βάλεις χέρια για να ανακαλύψεις, να αρπάξεις, να χαιδέψεις, ότι βρίσκεται πίσω από αυτό.
Θέλω να φύγω. Πεθαίνω από βαρεμάρα. Και φεύγω.

********


Θέλω τους φίλους μου. Τους αγαπημένους μου. Τους αποζητώ περισσότερο κάθε που χειμωνιάζει. Οι γοητευτικοί φίλοι μου.... Αλλιώς δεν θα τους έκανα παρέα και δεν θα τους αγαπούσα. Ναι, δεν θα αγαπούσα κανέναν τους. Και δεν θα΄θελα να τους αγκαλιάζω και να τους πειράζω. Και ειδικά όταν θα με πείραζαν αυτοί, θα ήθελα να τους σπάσω τα μούτρα. Μόνον αν δεν ήταν γοητευτικοί.
Όμορφα πλάσματα που κινούνται γύρω μου και μακριά μου. Στο δάσος μου. Σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, κουρνιασμένοι στα πόδια μου, μέσα σε σπηλιές με φώς από κεριά ή σε ξέφωτα. Έξυπνοι. Γιατί διαισθάνονται και απλά Ξέρουν. Το γιατί και το πότε.

********

Κατεβαίνοντας στο κέντρο της πόλης το Σάββατο, κάθησα στο τραίνο απέναντι από μια μαμά με τη κόρη της, όχι παραπάνω από πέντε ετών. Το κοριτσάκι είχε ένα σαλιγκάρι στο χέρι του και το άφηνε να γλυστρά, να περπατά γύρω από τον καρπό της. Της είπα ότι είναι πολύ όμορφο το σαλιγκάρι της και ότι θα πρέπει να το προσέχει πολύ γιατί είναι μικρό. Μου είπε χαμογελώντας ότι το βρήκε στο δρόμο, ότι θα το προσέχει και θα το ταίζει τυρόπιτα.. Η μαμά της της χάιδεψε τα μαλλιά, της είπε ότι τα σαλιγκάρια τρέφονται με φύλλα και η μικρή συμφώνησε να του δίνει από αυτά.
Το σαλιγκάρι κάποια στιγμή γλύστρησε γρήγορα μέσα στο μανίκι της. "Κοίτα"μου λέει, "κρύβεται στη μπλούζα μου". "Ναι, εκεί το νομίζει για φωλιά και νιώθει ασφάλεια" απαντώ. Μου λέει τότε.. "θα με αγαπήσει.. θα νομίζει ότι είμαι εγώ η φωλιά του και δεν θα φοβάται"». Η μαμά της χαμογέλασε με γλύκα.
Εγώ έμεινα και την κοίταζα. Αυτό ήταν σίγουρα ένα γοητευτικό πεντάχρονο πλάσμα.
Φεύγοντας, μου έδειξε με καμάρι τη μπλούζα της, μέσα από το μπουφάν. Είχε μπροστά ζωγραφισμένο ένα σεντούκι που από μέσα του ξεπηδούσαν πεταλούδες και σαλιγκάρια!