μυαλό σαμοβάρι
Τι μπορεί να σε κάνει να αγαπήσεις τη τέχνη. Μήπως γεννιέσαι με αυτό το χαρακτηριστικό, να αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τα πράγματα γύρω σου και να εκφράζεσαι διαφορετικά. Πόσο μπορεί να επηρεάσουν τα ερεθίσματα που έχει κάποιος από έμβρυο, από παιδί στη μετέπειτα αγάπη που μπορεί να αναπτύξει για τις τέχνες.
Η μητέρα μου είχε σπάνιες αναλαμπές για το θέατρο και την ακολουθούσαμε όλοι σαν υπνωτισμένοι, καθώς κανείς μας από την οικογένεια δεν το αγάπησε ιδιαίτερα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να διασκεδάζει με επιθεωρήσεις στο Μινώα(τραγικός) και τη μάνα μου να βλέπει ταινίες εποχής(ρομαντική). Η αδερφή μου έπαιζε φλογέρα μέχρι τα δώδεκα, ο πατέρας μου ακορντεόν.
Μεγάλωσα ακούγοντας Στέλλιο, Στράτο και κάτι ιταλούς τενόρους προ Παβαρότι. Θυμάμαι Κυριακές μεσημέρια η μάνα μου να μαγειρεύει κοτόπουλο με πατάτες και’γω να βαράω παλαμάκια στις ζεμπεκιές του πατέρα μου στο σαλόνι. Με την ίδια ευκολία αυτός ο άνθρωπος γοητεύεται τόσο από τους χορευτές των Κίροφ όσο και από τις ύαινες που κατασπαράζουν ένα γκνου στη στέππα. Η μάνα μου είναι τελείως αλλού. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι της αρέσει. Νομίζω ότι έχει μια ροπή στο σινεμά, αλλά δεν το έχει ανακαλύψει ποτέ.
Εγώ αγαπούσα οτιδήποτε ηλέκτριζε τα μάτια, τα αυτιά και το μυαλό μου. Στην Αυστραλία η αδερφή μου έπαιρνε μέρος σε κοντσέρτα παίζοντας φλογέρα. Με πήραν μια φορά μαζί και η αδερφή με θυμάται που είχα μείνει με τις ματάρες ανοιχτές και παρακολουθούσα χωρίς να κάνω κιχ, παρότι τρομερά ζωηρή. Αμίλητη.
Πρώτη φορά στα έξι μου επισκέφτηκα με τον πατέρα μου το αρχαιολογικό μουσείο στη Πατησίων. Το έκανα πολύ κέφι και του ζήτησα να πάμε πάλι.
Με το πέρασμα των χρόνων άρχισαν να καταλαβαίνουν περισσότερο οι άλλοι γύρω μου και ελάχιστα εγώ, πως ήμουν ένα μικρό πουλί με χέρια-φτερά που καταπιανόταν με διάφορα, που ποτέ όμως δεν βρήκα τη κλίση μου σε αυτό που θα με συνέπαιρνε. Ακόμη και σήμερα. Απλά πια ξέρω ότι θέλω να ζω σαν σφουγγάρι.
Ακόμη ζωγραφίζω, ακόμη γράφω, ίσως αυτά τα δύο να τ’αγαπώ περισσότερο. Μετά είναι η μουσική που αγαπώ, αλλά ελάχιστα την άγγιξα με τα φυσικά μου άκρα, γιατί πάντα ένιωθα μια αστάθεια και έλλειψη ελέγχου σε αυτά.
Μια μέρα όταν είμασταν Αυστραλία, του πατέρα μου του έπεσε ένα από τα χρυσά του δόντια. Χρυσά έβαζε τότε ο κόσμος που δεν υπήρχαν ακόμη τα πορσελάνινα. Ο πατέρας του, ο παππούς μου δηλαδή, το πήρε γελώντας, το έβαλε στη χουφτίτσα μου και μου είπε να το πετάξω στη σκεπή του σπιτιού μας και να κάνω μια ευχή, έτσι έπρεπε. Τι μυαλό τώρα το τετράχρονο.. Κράτησα το χρυσό δόντι και είπα του παππού «Παππούκα θέλω το σπίτι μας να γίνει τσαγιέρα και η καμινάδα να σφυρίζει όπως όταν φτιάχνει η μαμά το τσάι.»
Ο παππούς μου ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος και άκουγε όλες τις βλακείες που του έλεγα. Με σήκωσε και πέταξα το χρυσό δόντι στα κεραμίδια.
Μα το σπίτι μας δεν έγινε τσαγιέρα, ούτε σαμοβάρι.
Εγώ δεν έγινα ζωγράφος, ούτε συγγραφέας.
Γίνομαι μέσα μου. Εσωτερική ευχαρίστηση όταν δημιουργώ ή όταν αποκαλύπτεται δημιουργία εμπρός μου.
Καμιά φορά λέω πως η πραγματική χαρά, η στιγμιαία ευτυχία είναι αυτή που νιώθουμε μέσα μας, σαν βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής, ακούμε με αυτιά ίδια με θαλασσινά κοχύλια, αγγίζουμε με τα ακροδάχτυλα ότι τα κάνει να τρέμουν. Πραγματικά.