Οι διακοπές στα νησιά είναι από τα πιο βαρετά πράγματα στο κόσμο. Τελικά μετά από χρόνια σε αυτό κατέληξα. Τόσο βαρετές όσο τα μπάτσελορ πάρτυ σε μπουζούκια, όσο μια μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές.
Βέβαια όταν ήμουν εικοσιτριών, αυτό ήταν το καλύτερο που μου συνέβαινε το καλοκαίρι.
Εκείνη τη χρονιά πήγα μόνη μου στη Κω, ταξίδευα σε δίκλινη καμπίνα με μια θεία που μου εξιστόρισε όλη της τη ζωή μέχρι να φτάσουμε στο νησί. Στο Ικάριο πέλαγος πρέπει να είχε δέκα μποφώρ, κρατιόμουν από τη κουκέτα μου. Έφτασα στο νησί στις πεντέμιση το πρωί και περίμενα στο πεζούλι την κυρία που είχε τα δωμάτια να ξυπνήσει για να μου ανοίξει. Ένα ζευγάρι αγγλάκια λιώμα σταμάτησαν και μου ζήτησαν αν είχα να τους δώσω κάτι να φάνε. Τους έδωσα κάτι κράκερ.
Έμενα σε ένα ελεεινό δωμάτιο δίπλα στο λιμεναρχείο. Ελεεινό. Το μόνο που μου άρεσε ήταν η θέα από το μπαλκόνι και μια πετσέτα που μου είχαν στο μπάνιο, ζωγραφισμένη με έναν χοντρό γκρι γάτο. Ήταν μια τριμμένη πετσέτα θαλάσσης. Το παράθυρο του μπάνιου έβλεπε σε έναν φωταγωγό και εκεί σε έναν τοίχο κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα σταυρό με άσπρη μπογιά. Έτσι, έναν εντελώς ξεκάρφωτο σταυρό, χωρίς χριστούλη.
Θυμάμαι που έκανα μπάνιο τοπλες, με τα αυτιά μου βουλωμένα με το γουόκμαν για να μην ακούω τις μαλακίες που μου έλεγε όλο το σκανδιναβικό συφερτό που περνούσε δίπλα μου. Απορίας άξιο. Οι κοπέλες τους είχαν στήθη διπλάσια από τα δικά μου, δεν τα βλέπανε;
Το θέμα είναι πως έτσι όπως ήμουν τότε πατημένη και τρελή για δράση, όλα αυτά απλά μου φαίνονταν διασκεδαστικά. Τα μαλλιά μου ξανθά και τέρμα μαυρισμένη, περνιόμουν για αλλοδαπή απροσδιορίστου εθνικότητας. Αφού και’γω που κοιταζόμουν στο καθρέφτη το σκεφτόμουν.
Καθότι με λίγα λεφτά που προτιμούσα να τα ξοδεύω για βόλτες και ποτά, έτρωγα μόνον σουβλάκι, σάντουιτς και ξηρούς καρπούς. “Can I help you?”. «Ναι, θα ήθελα ένα δίπιτο απ’όλα». Απορώ πως, με τόσες τοξίνες που κυκλοφορούσαν στο κορμί μου με ότι έτρωγα, δεν έβγαλα φλύκταινες.
Τα βράδυα βλεπόμουν με τη φίλη μου που έμενε για σεζόν στο νησί. Γυρνάγαμε όλα τα μπαρ, τα κλαμπ, πίναμε μέχρι που χάναμε τον αριθμό και πάντα καταλήγαμε στο μαγαζί που δούλευε το αγόρι της. Σπαστικό αυτό, έπρεπε να δώσει το παρόν σε έναν τύπο που στράβωνε επειδή την έβλεπε να χορεύει. Ευτυχώς δεν σταμάτησε να χορεύει.
Ένα απόγευμα έκανα βόλτα στη πόλη. Την είδα τουρίστας και φωτογράφιζα τα παλιά χαμαμ. Αγόρασα κάτι πλαστικά ψαράκια και αστερίες που ακόμη τα βάζω κάθε καλοκαίρι σε μια γαλάζια γυάλα με νερό. Είναι το μόνο ενθύμιο που έχω από τη Κω. Το φιλμ της μηχανής κάηκε και τα χαμάμ δεν τα εκτύπωσα ποτέ.
Ξαφνικά στο δρόμο άκουσα αυτό το τραγούδι να παίζει από ένα κασετόφωνο. Ρώτησα τη παρέα πως το έλεγαν “piano bar” μου απαντούν. Δεν το είχα ξανακούσει, βραζιλιάνικα δεν γνωρίζω. Και για έναν απροσδιόριστο λόγο είχα συγκινηθεί. Το παθαίνω αυτό με κομμάτια που μπορεί να κολλήσω και μόνον με τρία δευτερόλεπτα από τη μελωδία τους ή έστω από ένα στίχο. Όπως το ίδιο παθαίνω όταν ακούω Μπαχ. Και ας μην έχει στίχους. Θόλωσαν τα γυαλλιά μου, τι στο διάλο, μα αφού δεν είχε ήλιο γιατί τα φορούσα. Γιατί τα φορούσα; Να, τα δάκρυα να τρέχουν..
Τα καλοκαίρια που ακολούθησαν υπήρξαν σε παρόμοιο μοτίβο, ίσως πιο ήσυχα, ίσως πιο ανήσυχα, ίσως πιο διαφορετικά. Οι ορέξεις μου ήταν πάντα συνυφασμένες με το πόσο παράξενο ή δύσκολο χειμώνα είχα διανύσει. Κατά αυτό τον τρόπο αντιδρούσα στα καλοκαίρια μου.
Το φετινό το καλοκαίρι δεν το κατάλαβα καθόλου πως άρχισε. Εφνιδίως βρέθηκα στις καυτές ριπές του Ιουνίου, τη λιπαρή ζέστη του Ιούλη και τα θερμά αεράκια του Αυγούστου. Για μένα δεν ξεκίνησε ποτέ, μάλλον ένιωσα μια ελαφριά ταλάντευση από την ανωνυμία του χειμώνα, μπλουμ στην αγκαλιά του θέρους. Δεν μπορώ να με κρύψω τα καλοκαίρια, σαν φωσφορίζον ψάρι, ακόμη και σε σπηλιά να χωθώ το φως θα φανεί. Κατά βάθος μου αρέσει αυτό. Κοιτάζω τους αστερίες και τα ψαράκια στη γυάλα μου που φωτίζουν από ένα κεράκι στο τραπέζι.
Σήμερα έχω γενέθλεια.