Monday, August 27, 2007

άδειασα..


Ήμουν στο δάσος που κάηκε.
Ο σπόρος μου έμεινε βαθειά στο χώμα, γλύτωσε.
Ακούω ακόμη μακρινές φωνές, το σύρσιμο ολόγυρα.
Ακούω το γουργουρητό της. Πονάει η μάνα μου.
Ζεσταίνομαι πολύ, το χώμα της πάνω μου ακόμη καίει.

Μα θα μείνω εδώ μέχρι να πέσει η πρώτη βροχή.
Θα ξετρυπώσω, θα φυτρώσω ξανά, ένα λαχταριστό μανιτάρι.
Και θα έρθει εκείνος ξανά.
Θα με βρει, θα με λιγουρευτεί, ω είμαι σίγουρο.
Και θα με γυροφέρει για λίγο μέχρι να απλώσει το χέρι του.
Χραπ, θα με βάλει στο στόμα του να με καταπιεί.

Φρικτός πόνος θα τον λιγώσει στα σπλάχνα του.
Θα πέσει στο χώμα, θα ουρλιάξει.
Θα φωνάξει μα δεν θα τον ακούσει κανείς.
Σαν εμένα όταν το κορμάκι μου καιγόταν και έλιωνε.
Σαν του φίλου μου του πεύκου που έκλαιγε από πάνω μου σαν μωρό, παρά τα χρόνια του.
Σαν τη πεταλούδα που έπεσε κατάμαυρη δίπλα μου.

Και αίφνης η ζωή μου θα τελειώσει.. μα και η δική του.
Και τότε θα κοιμηθώ ήσυχο, ξανά.

Thursday, August 23, 2007

πως η καρδιά μπορεί να χάσει έναν χτύπο



Θα μπορούσαμε να ζήσουμε τις μέρες μας πιο διαφορετικές, να χαμογελάμε κάτω από διάφανα καπέλα και να ορκιζόμαστε κάθε μέρα πως σίγουρα είναι ομορφότερη από τη προηγούμενη; Ποιός θα μπορούσε να το πει αυτό.
Να παίρνουμε κάθε μέρα πρωινό, να λέμε καλημέρα γιατί θα είναι καλή η μέρα που άρχισε, να θυμώνουμε αλλά να προσπαθούμε να φτιάξουμε τα πράγματα μετά, και να γελάμε, να δουλεύουμε ευχάριστα ακόμη και όταν αυτό που κάνουμε δεν είναι ότι ακριβώς ονειρευόμασταν μικροί αλλά δεν είναι χάλια, κοίτα έχω καλούς συνεργάτες και αν δεν έχω καθόλου, να έχω ένα καλό εαυτό να με συντροφεύει, να αγκαλιαζόμαστε με την οικογένεια και τους φίλους μας, και να μη μιλάμε μόνο στα τηλέφωνα και στα πλήκτρα, να τους βλέπουμε κιόλας και να τους λέμε σε σκέφτομαι, θέλω να είσαι καλά. Σε όποιους θέλουμε να λέμε “σ’αγαπάω”. Και σε κάποιον να πεις “σε θέλω” αληθινά.


Τα πρωινά μετράω δευτερόλεπτα και ξυπνώ. Ένα κορίτσι ρομπότ. Με καλά λαδωμένους συνδέσμους, μπλε καλώδια οι φλέβες και μια επαναφορτιζόμενη καρδιά να μου δίνει ζωή. Αυτές οι μέρες περνάνε αργά και βασανιστικά σαν μια κλεψύδρα που ο νάνος στη κορυφή της ρίχνει φτυαριές με άμμο χωρίς σταματημό.
Φεύγω από τη γραμμή παραγωγής και κλείνομαι στη σκοτεινή φωλίτσα μου. "..κρικ..κρικ" ξεβιδώνω και γυαλίζω τα μάτια μου, τα ξαναφοράω, χτενίζω τα μεταλλικά μαλλιά μου και πίνω υγρά μπαταρίας. Κάθομαι και γράφω πατώντας πλήκτρα και καμιά φορά διαβάζω αληθινά βιβλία, ακούω μουσικές και βλέπω ζωγραφιές από πεθαμένους ανθρώπους. Καθόλου δεν με ανατριχιάζει. Απλά με πονά γιατί οι πεθαμένοι ήξεραν ενώ εγώ όχι.
Τις νύχτες με πανσέληνο ανεβαίνω στη ταράτσα να αντικρίσω το φεγγάρι. Το φως του θα έρθει από τη δύση για να καθρεφτιστεί στο μεταλλικό κορμί. Τη στιγμή που θα νιώσω αυτό το χλυαρό άγγιγμα, που σαν με αγγίζουν δύο χέρια, είναι που θέλω να χάσω έναν μικρό χτύπο από τη καρδιά μου. Τότε θα ξέρω.
Και αν είμαι τυχερή μπορεί να μεταμορφωθώ σε πραγματικό κορίτσι, με πραγματική καρδιά και βελούδινα μαλλιά που θα λούζω με το φως του ήλιου και θα τα χτενίζω κάτω από το φως των αστεριών.
Θα είμαι εγώ.

Tuesday, August 21, 2007

Dante – Paradiso V

"If a flame at you with a heat of love
beyond all measure known on earth
so that I overcome your power of sight,
do not wonder, for this is the result of perfect vision,
which, even as it apprehends,
moves its foot toward the apprehended good.
I see clearly how, reflected in your mind,
the eternal light that, once beheld,
alone and always kindles love, is shining.
And, if anything else beguiles your mortal love,
it is nothing but a remnant of that light, which,
incompletely understood, still shines in it.
You want to know if a vow left unfulfilled
may be redeemed by some exchange
that then secures the soul from challenge."

Saturday, August 18, 2007

23 συν 9






Οι διακοπές στα νησιά είναι από τα πιο βαρετά πράγματα στο κόσμο. Τελικά μετά από χρόνια σε αυτό κατέληξα. Τόσο βαρετές όσο τα μπάτσελορ πάρτυ σε μπουζούκια, όσο μια μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές.
Βέβαια όταν ήμουν εικοσιτριών, αυτό ήταν το καλύτερο που μου συνέβαινε το καλοκαίρι.
Εκείνη τη χρονιά πήγα μόνη μου στη Κω, ταξίδευα σε δίκλινη καμπίνα με μια θεία που μου εξιστόρισε όλη της τη ζωή μέχρι να φτάσουμε στο νησί. Στο Ικάριο πέλαγος πρέπει να είχε δέκα μποφώρ, κρατιόμουν από τη κουκέτα μου. Έφτασα στο νησί στις πεντέμιση το πρωί και περίμενα στο πεζούλι την κυρία που είχε τα δωμάτια να ξυπνήσει για να μου ανοίξει. Ένα ζευγάρι αγγλάκια λιώμα σταμάτησαν και μου ζήτησαν αν είχα να τους δώσω κάτι να φάνε. Τους έδωσα κάτι κράκερ.
Έμενα σε ένα ελεεινό δωμάτιο δίπλα στο λιμεναρχείο. Ελεεινό. Το μόνο που μου άρεσε ήταν η θέα από το μπαλκόνι και μια πετσέτα που μου είχαν στο μπάνιο, ζωγραφισμένη με έναν χοντρό γκρι γάτο. Ήταν μια τριμμένη πετσέτα θαλάσσης. Το παράθυρο του μπάνιου έβλεπε σε έναν φωταγωγό και εκεί σε έναν τοίχο κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα σταυρό με άσπρη μπογιά. Έτσι, έναν εντελώς ξεκάρφωτο σταυρό, χωρίς χριστούλη.
Θυμάμαι που έκανα μπάνιο τοπλες, με τα αυτιά μου βουλωμένα με το γουόκμαν για να μην ακούω τις μαλακίες που μου έλεγε όλο το σκανδιναβικό συφερτό που περνούσε δίπλα μου. Απορίας άξιο. Οι κοπέλες τους είχαν στήθη διπλάσια από τα δικά μου, δεν τα βλέπανε;
Το θέμα είναι πως έτσι όπως ήμουν τότε πατημένη και τρελή για δράση, όλα αυτά απλά μου φαίνονταν διασκεδαστικά. Τα μαλλιά μου ξανθά και τέρμα μαυρισμένη, περνιόμουν για αλλοδαπή απροσδιορίστου εθνικότητας. Αφού και’γω που κοιταζόμουν στο καθρέφτη το σκεφτόμουν.
Καθότι με λίγα λεφτά που προτιμούσα να τα ξοδεύω για βόλτες και ποτά, έτρωγα μόνον σουβλάκι, σάντουιτς και ξηρούς καρπούς. “Can I help you?”. «Ναι, θα ήθελα ένα δίπιτο απ’όλα». Απορώ πως, με τόσες τοξίνες που κυκλοφορούσαν στο κορμί μου με ότι έτρωγα, δεν έβγαλα φλύκταινες.
Τα βράδυα βλεπόμουν με τη φίλη μου που έμενε για σεζόν στο νησί. Γυρνάγαμε όλα τα μπαρ, τα κλαμπ, πίναμε μέχρι που χάναμε τον αριθμό και πάντα καταλήγαμε στο μαγαζί που δούλευε το αγόρι της. Σπαστικό αυτό, έπρεπε να δώσει το παρόν σε έναν τύπο που στράβωνε επειδή την έβλεπε να χορεύει. Ευτυχώς δεν σταμάτησε να χορεύει.
Ένα απόγευμα έκανα βόλτα στη πόλη. Την είδα τουρίστας και φωτογράφιζα τα παλιά χαμαμ. Αγόρασα κάτι πλαστικά ψαράκια και αστερίες που ακόμη τα βάζω κάθε καλοκαίρι σε μια γαλάζια γυάλα με νερό. Είναι το μόνο ενθύμιο που έχω από τη Κω. Το φιλμ της μηχανής κάηκε και τα χαμάμ δεν τα εκτύπωσα ποτέ.
Ξαφνικά στο δρόμο άκουσα αυτό το τραγούδι να παίζει από ένα κασετόφωνο. Ρώτησα τη παρέα πως το έλεγαν “piano bar” μου απαντούν. Δεν το είχα ξανακούσει, βραζιλιάνικα δεν γνωρίζω. Και για έναν απροσδιόριστο λόγο είχα συγκινηθεί. Το παθαίνω αυτό με κομμάτια που μπορεί να κολλήσω και μόνον με τρία δευτερόλεπτα από τη μελωδία τους ή έστω από ένα στίχο. Όπως το ίδιο παθαίνω όταν ακούω Μπαχ. Και ας μην έχει στίχους. Θόλωσαν τα γυαλλιά μου, τι στο διάλο, μα αφού δεν είχε ήλιο γιατί τα φορούσα. Γιατί τα φορούσα; Να, τα δάκρυα να τρέχουν..

Τα καλοκαίρια που ακολούθησαν υπήρξαν σε παρόμοιο μοτίβο, ίσως πιο ήσυχα, ίσως πιο ανήσυχα, ίσως πιο διαφορετικά. Οι ορέξεις μου ήταν πάντα συνυφασμένες με το πόσο παράξενο ή δύσκολο χειμώνα είχα διανύσει. Κατά αυτό τον τρόπο αντιδρούσα στα καλοκαίρια μου.
Το φετινό το καλοκαίρι δεν το κατάλαβα καθόλου πως άρχισε. Εφνιδίως βρέθηκα στις καυτές ριπές του Ιουνίου, τη λιπαρή ζέστη του Ιούλη και τα θερμά αεράκια του Αυγούστου. Για μένα δεν ξεκίνησε ποτέ, μάλλον ένιωσα μια ελαφριά ταλάντευση από την ανωνυμία του χειμώνα, μπλουμ στην αγκαλιά του θέρους. Δεν μπορώ να με κρύψω τα καλοκαίρια, σαν φωσφορίζον ψάρι, ακόμη και σε σπηλιά να χωθώ το φως θα φανεί. Κατά βάθος μου αρέσει αυτό. Κοιτάζω τους αστερίες και τα ψαράκια στη γυάλα μου που φωτίζουν από ένα κεράκι στο τραπέζι.

Σήμερα έχω γενέθλεια.

Saturday, August 11, 2007

καλοκαιρινό


Νοτισμένη μυρωδιά από θάλασσα, να αφήνομαι να γλείφω το αλάτι από το μπράτσο μου. Φέρνω την εικόνα του νερού με ασημένιες ψηφίδες εμπρός μου. Με περιμένει.
Ας κάνω ένα τσιγαράκι πριν φύγω...
Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης.

Monday, August 06, 2007

primal light


Αγαπημένη μου Συλβάνα,

Ταξίδευα στο μεγάλο χάιγουέι με μοναδικό φως αυτό των πεθαμένων αστεριών. Τέρμα το γκάζι, μα το κοντέρ να δείχνει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα που δεν φτάνουν. Δίπλα περνούσαν πατημένα άλλα γρήγορα αυτοκίνητα με γέρους σωφέρ και άντρες συνοδηγούς. Μερικοί κοιτούσαν με λάγνο βλέμμα, ανοίγαν τα παράθυρα, ο αέρας τους έπνιγε το στόμα, μα προλάβαινα να ακούσω το ουρλιαχτό τους. Η ανατριχίλα έτρεχε στα ακροδάχτυλα μου και το τιμόνι ξαφνικά έτρεμε, όταν κάποιοι κόλλησαν το πρόσωπο τους πάνω στο κλειστό τους παράθυρο γλείφοντας το τζάμι και θολώντας με ανάσα την εικόνα τους. Τις τελευταίες στιγμές που τους κοίταξα τα πρόσωπα μεταμορφωνόντουσαν σε ανύπαρκτες μορφές. Χαμογελούσα.
Οδηγούσα για να φτάσω εκεί που θα έκανα μια φαντασίωση πραγματικότητα. Χορεύοντας μπροστά σε αγνώστους, θα πετούσα τα ρούχα μου και θα έφευγα, χωρίς να με ξαναδούν. Ένας καφές που τάγγιζε ώρα με την ώρα. Δεν θα σταματούσα μέχρι να φτάσω. Άκουγα ένα σταθμό σαν αυτό που άκουγα κάποια πρωινά στην Αθήνα. Ερωτοτροπούσα με την Resurrection του Μάλερ. Άναψα ένα τσιγάρο και ο ήλιος βούλιαζε στο δρόμο.
Πάρκαρα και μπήκα γρήγορα στα καμαρίνια. Το φως εκτυφλωτικό εκεί μέσα, εκτός από τον χώρο που γινόταν το σώου. Εκεί το φως θα ήταν μονάχα πάνω μου για έξι λεπτά.
Καλή μου Συλβάνα, αλήθεια θα σου άρεσε πολύ το ασημένιο φόρεμα που έβαλα. Μια κοπέλα μου είπε να χαμογελάσω μόνο όταν εμφανιστώ και μετά ξανά ποτέ. Φόρεσα και μαύρα γυαλιά. Δεν ήθελα να συναντηθεί το βλέμμα μου με κανένα άλλο.
Βγήκα και είδα τουλάχιστον εκατό άτομα στα νύχια να περιμένουν. Ένιωσα ότι μπορούσα να περπατήσω και πάνω τους. Βαδίζοντας στη μέση ενός διαδρόμου κινήθηκα με τον μικρό μου δρασκελισμό, πατώντας τις κινήσεις μου στη μουσική που ακουγόταν. Δεν την είχα ξανακούσει και δεν με ένοιαζε. Λικνίστηκα και λούστηκα με δολλάρια. Θα μου ήταν πιο εύκολο αν δεν άκουγα φωνές και σφυρίγματα. Το ξέχασα σε δευτερόλεπτα. Σε λίγο πέταξα το φόρεμα κάτω και μετά από μισό λεπτό αποσύρθηκα. Νιώθοντας στιγμαία απίστευτη ευεξία. Αυτό ήταν. Ντύθηκα, πληρώθηκα ότι ακριβώς είχε συμφωνηθεί και έφυγα.


Μετά από λίγο βρέθηκα σε ένα καφέ, στις δύο τη νύχτα. Να τώρα που κάθομαι και σου γράφω αυτό το γράμμα.
Ναι, μην ανησυχείς είμαι μια χαρά. Ναι είμαι ακόμη ατίθαση, αλλά ημέρεψα λιγάκι.
Θα σου ψυθυρίσω κάτι όπως τότε που σου έλεγα μικρή. Άκου...
Κάτι με φέρνει στις παλιές σου μέρες. Αυτές που φορούσες τα βραχιόλια σου και τα κουνούσες επιδεικτικά σιχτηρίζοντας ότι σε ενοχλούσε, αποχωρώντας πανηγυρικά. Μα τότε δεν σε ένοιαζαν και πολλά. Και σου έλεγα να προσέχεις. Αλήθεια, ελπίζω να είσαι καλά.
Εγώ όλα τα έχω. Ναι μωρέ, όλα. Σφίζω από υγεία. Θέλω αυτήν όμως.. αυτή..
Μιαν αγάπη ορμητική οριακή. Ένα πάθος να μου γυρίσει το μυαλό και η ψυχή μου να ανοίξει σε άλλη διάσταση. Με τέτοια ομορφιά γινόμαστε καλύτεροι. Θυμάσαι που σου το έλεγα; Τότε όλα θα είναι διαφορετικά. Ναι διαφορετικά. Και θα μας φτάνει η μέρα και η νύχτα.. και το αγκάλιασμα στα δάχτυλα και το χαμόγελο τη στιγμή που δεν σε βλέπει κανείς και τα τραγούδια από τα πουλιά.
Ήθελα να σου γράψω απόψε.

Σε φιλώ,
Σ.

Wednesday, August 01, 2007

L´Eclisse

Μικελάντζελο Αντονιόνι
...