Monday, August 06, 2007

primal light


Αγαπημένη μου Συλβάνα,

Ταξίδευα στο μεγάλο χάιγουέι με μοναδικό φως αυτό των πεθαμένων αστεριών. Τέρμα το γκάζι, μα το κοντέρ να δείχνει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα που δεν φτάνουν. Δίπλα περνούσαν πατημένα άλλα γρήγορα αυτοκίνητα με γέρους σωφέρ και άντρες συνοδηγούς. Μερικοί κοιτούσαν με λάγνο βλέμμα, ανοίγαν τα παράθυρα, ο αέρας τους έπνιγε το στόμα, μα προλάβαινα να ακούσω το ουρλιαχτό τους. Η ανατριχίλα έτρεχε στα ακροδάχτυλα μου και το τιμόνι ξαφνικά έτρεμε, όταν κάποιοι κόλλησαν το πρόσωπο τους πάνω στο κλειστό τους παράθυρο γλείφοντας το τζάμι και θολώντας με ανάσα την εικόνα τους. Τις τελευταίες στιγμές που τους κοίταξα τα πρόσωπα μεταμορφωνόντουσαν σε ανύπαρκτες μορφές. Χαμογελούσα.
Οδηγούσα για να φτάσω εκεί που θα έκανα μια φαντασίωση πραγματικότητα. Χορεύοντας μπροστά σε αγνώστους, θα πετούσα τα ρούχα μου και θα έφευγα, χωρίς να με ξαναδούν. Ένας καφές που τάγγιζε ώρα με την ώρα. Δεν θα σταματούσα μέχρι να φτάσω. Άκουγα ένα σταθμό σαν αυτό που άκουγα κάποια πρωινά στην Αθήνα. Ερωτοτροπούσα με την Resurrection του Μάλερ. Άναψα ένα τσιγάρο και ο ήλιος βούλιαζε στο δρόμο.
Πάρκαρα και μπήκα γρήγορα στα καμαρίνια. Το φως εκτυφλωτικό εκεί μέσα, εκτός από τον χώρο που γινόταν το σώου. Εκεί το φως θα ήταν μονάχα πάνω μου για έξι λεπτά.
Καλή μου Συλβάνα, αλήθεια θα σου άρεσε πολύ το ασημένιο φόρεμα που έβαλα. Μια κοπέλα μου είπε να χαμογελάσω μόνο όταν εμφανιστώ και μετά ξανά ποτέ. Φόρεσα και μαύρα γυαλιά. Δεν ήθελα να συναντηθεί το βλέμμα μου με κανένα άλλο.
Βγήκα και είδα τουλάχιστον εκατό άτομα στα νύχια να περιμένουν. Ένιωσα ότι μπορούσα να περπατήσω και πάνω τους. Βαδίζοντας στη μέση ενός διαδρόμου κινήθηκα με τον μικρό μου δρασκελισμό, πατώντας τις κινήσεις μου στη μουσική που ακουγόταν. Δεν την είχα ξανακούσει και δεν με ένοιαζε. Λικνίστηκα και λούστηκα με δολλάρια. Θα μου ήταν πιο εύκολο αν δεν άκουγα φωνές και σφυρίγματα. Το ξέχασα σε δευτερόλεπτα. Σε λίγο πέταξα το φόρεμα κάτω και μετά από μισό λεπτό αποσύρθηκα. Νιώθοντας στιγμαία απίστευτη ευεξία. Αυτό ήταν. Ντύθηκα, πληρώθηκα ότι ακριβώς είχε συμφωνηθεί και έφυγα.


Μετά από λίγο βρέθηκα σε ένα καφέ, στις δύο τη νύχτα. Να τώρα που κάθομαι και σου γράφω αυτό το γράμμα.
Ναι, μην ανησυχείς είμαι μια χαρά. Ναι είμαι ακόμη ατίθαση, αλλά ημέρεψα λιγάκι.
Θα σου ψυθυρίσω κάτι όπως τότε που σου έλεγα μικρή. Άκου...
Κάτι με φέρνει στις παλιές σου μέρες. Αυτές που φορούσες τα βραχιόλια σου και τα κουνούσες επιδεικτικά σιχτηρίζοντας ότι σε ενοχλούσε, αποχωρώντας πανηγυρικά. Μα τότε δεν σε ένοιαζαν και πολλά. Και σου έλεγα να προσέχεις. Αλήθεια, ελπίζω να είσαι καλά.
Εγώ όλα τα έχω. Ναι μωρέ, όλα. Σφίζω από υγεία. Θέλω αυτήν όμως.. αυτή..
Μιαν αγάπη ορμητική οριακή. Ένα πάθος να μου γυρίσει το μυαλό και η ψυχή μου να ανοίξει σε άλλη διάσταση. Με τέτοια ομορφιά γινόμαστε καλύτεροι. Θυμάσαι που σου το έλεγα; Τότε όλα θα είναι διαφορετικά. Ναι διαφορετικά. Και θα μας φτάνει η μέρα και η νύχτα.. και το αγκάλιασμα στα δάχτυλα και το χαμόγελο τη στιγμή που δεν σε βλέπει κανείς και τα τραγούδια από τα πουλιά.
Ήθελα να σου γράψω απόψε.

Σε φιλώ,
Σ.