Monday, August 27, 2007

άδειασα..


Ήμουν στο δάσος που κάηκε.
Ο σπόρος μου έμεινε βαθειά στο χώμα, γλύτωσε.
Ακούω ακόμη μακρινές φωνές, το σύρσιμο ολόγυρα.
Ακούω το γουργουρητό της. Πονάει η μάνα μου.
Ζεσταίνομαι πολύ, το χώμα της πάνω μου ακόμη καίει.

Μα θα μείνω εδώ μέχρι να πέσει η πρώτη βροχή.
Θα ξετρυπώσω, θα φυτρώσω ξανά, ένα λαχταριστό μανιτάρι.
Και θα έρθει εκείνος ξανά.
Θα με βρει, θα με λιγουρευτεί, ω είμαι σίγουρο.
Και θα με γυροφέρει για λίγο μέχρι να απλώσει το χέρι του.
Χραπ, θα με βάλει στο στόμα του να με καταπιεί.

Φρικτός πόνος θα τον λιγώσει στα σπλάχνα του.
Θα πέσει στο χώμα, θα ουρλιάξει.
Θα φωνάξει μα δεν θα τον ακούσει κανείς.
Σαν εμένα όταν το κορμάκι μου καιγόταν και έλιωνε.
Σαν του φίλου μου του πεύκου που έκλαιγε από πάνω μου σαν μωρό, παρά τα χρόνια του.
Σαν τη πεταλούδα που έπεσε κατάμαυρη δίπλα μου.

Και αίφνης η ζωή μου θα τελειώσει.. μα και η δική του.
Και τότε θα κοιμηθώ ήσυχο, ξανά.