Γιορτή
Το ταβάνι μου είναι γεμάτο από αστέρια σε πάμφωτη έξαρση. Και σε κάποια απ’αυτά η ψυχή μου οδηγείται, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας, πότε με ταχύτητα αστρικού φωτός, τα βράδια πριν αποκοιμηθώ.
Σχεδιάζω παράξενες διαδρομές, με αδηφάγα μάτια και μύτη σκύλου. Μπορεί από την αρχή το ένστικτο μου να λέει ότι η διαδρομή μπορεί να είναι λανθασμένη, μα άπαξ και την επιλέξω δεν έχει δρόμο προς τα πίσω. Παρεκλίσεις μόνον, που τη κάνουν σαφέστα ενδιαφέρουσα.
Ανοιγοκλείνω γρήγορα τα μάτια και σε στιγμιαίες φωτογραφίσεις βλέπω παραστάσεις και όνειρα που έχουν ενσαρκωθεί από μένα, μα κάποια απ'αυτά δεν τα βίωσα στην ουσία τους. Ίσως επειδή μέσα μου αφήνομαι δύσκολα, πλήττω εύκολα και το κλειδί της ψυχής μπορεί να το έφαγα ένα πρωί μαζί με τη φρυγανιά με βούτυρο και μαρμελάδα. Κάπου έχω αφήσει αντικλείδι εδώ μέσα, δεν θυμάμαι...
Τα πρωινά κοιτάζω τη δέσμη φωτός που μπαίνει απ’το μισάνοιχτο παράθυρο να χαιδεύει το κεφαλάρι του κρεβατιού μου. Και’γω ξαπλωμένη σ’αυτό περιμένω κάποια απ’αυτά τα πρωινά η δέσμη φωτός να πέσει απευθείας πάνω μου, επειδή θα’χω προσπαθήσει πολύ να πείσω τον ήλιο να μου κάνει μια τέτοια χάρη.
Να παρατηρώ τη ζωή και να τη βλέπω με τα όλα χρώματα της ίριδας επάνω της.
Να κοιτάζω στα μάτια των άλλων και να βλέπω ανοιχτές θάλασσες. Να αντικρύζω τα δικά μου μάτια στο καθρέφτη και να βλέπω μέσα τους ανοιχτές θάλασσες.
«Έρχεται μια μέρα όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και τη καρδιά, για ν’αποφασίσει πάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του, δηλαδή ν’ασχοληθεί με το μέλλον του...»
Είναι κομμάτι από το βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη "Η αίθουσα του θρόνου" που μ’έχει γοητεύσει από μικρή και μου τριβελίζει το μυαλό εδώ και καιρό.