Και έτσι λοιπόν θυμήθηκα πως κάποτε είχα γράψει... «βρέθηκα στη μέση ενός ξέφωτου με τα μάτια κλειστά και το στόμα μου ανοιχτό για να φάω νιφάδες»... σε μια στιγμή επανήλθα και πάλι ως παιδί, που μέχρι πριν λίγο κοιμόταν σε γκρίζες εικόνες και αιφνίς το κρύο αεράκι το ξύπνησε γλυκά στον ίσκιο του βουνού ανάμεσα στα πράσινα, γαλάζια και λευκά.
Όταν νιώθω καλά, νιώθω όπως τη στιγμή που βρίσκω χαμένα κλειδιά. Αυτά που ψάχνεις, χαμένα μήνες, χαμένα χρόνια. Και μπορεί ένα χέρι να στα εμφανίσει, έτσι απλά. «Να τα κλειδιά.. είδες που τα βρήκαμε; Γιατί δεν με φώναζες, θα ερχόμουν νωρίτερα...».
Όταν νιώθω καλά, βλέπω θολά. Και είδα θολές εικόνες προτού μπω στην ομίχλη. Και αυτό είναι καλό, δεν με γελάνε τα μάτια μου είπα. Τις ομίχλες θέλω να τις αντικρύζω με θολά μάτια.. «αχ, κάτι μπήκε στο μάτι μου...». Ένα αλμυρό ρυάκι έτοιμο να στάξει, χαρούμενο να ξαπλώσει επάνω σε μάγουλα.
Δεν είναι τίποτα, μη φοβάσαι. Μόνον εγώ φοβάμαι.
Όταν νιώθω καλά, κλείνω τα μάτια μέσα στην ομίχλη. Πως αλλιώς θα την ευχαριστηθώ... Η ομίχλη μυρίζει πάντα σαν κακάο. Από αυτά της λατινικής αμερικής που έχουν μέσα τους και πιπέρι.
Η πιο ικανή στιγμή να φιληθούν κλειστά μάτια, κλειστά χείλια. Ναι ίσως το φιλί αυτό να μύριζε σαν κακάο, ίσως και σαν ιρλανδέζικος καφές, μπορεί και σαν γκράπα βέβαια, ή σαν καπνισμένο μπράντυ, μα αυτό δεν έχει σημασία γιατί απλά θα είχε τη δική του μυρωδιά.
Ακούω έξω τη βροχή. Ο ουρανός βλέπει θολές εικόνες..
<< Home